- κονιατος
- κονιατόςκονιᾱτός3обмазанный известкой, выбеленный
(λάκκος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λάκκος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κονιατός — ή, ό (Α κονιατός, ή, όν) [κονιώ] ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα … Dictionary of Greek
κονιατικός — κονιατικός, ή, όν (Α) [κονιώ] κονιατός* («κονιατικὰ ἔργα») … Dictionary of Greek
νεοκονίατος — νεοκονίατος, ον (Α) αυτός που ασπρίστηκε πρόσφατα («νεοκονίατον τεῑχος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κονίατος (< κονιῶ «ασβεστώνω»)] … Dictionary of Greek
κονιαταί — κονιᾱταί , κονιατός plastered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιατοῖς — κονιᾱτοῖς , κονιατός plastered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιατῇ — κονιᾱτῇ , κονιατός plastered fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιατήν — κονιᾱτήν , κονιατός plastered fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)